- κερατένιος
- -α, -ο [κέρατο]1. αυτός που έχει κέρατα2. ο κατασκευασμένος από κέρατα3. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, δυσχερής («δεν μπόρεσα να απαντήσω σ' αυτές τις κερατένιες τις ερωτήσεις»)3. δυσάρεστος, ενοχλητικός («την κερατένια τη βροχή δεν λέει να σταματήσει»).
Dictionary of Greek. 2013.