κερατένιος

κερατένιος
-α, -ο [κέρατο]
1. αυτός που έχει κέρατα
2. ο κατασκευασμένος από κέρατα
3. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες, δυσχερής («δεν μπόρεσα να απαντήσω σ' αυτές τις κερατένιες τις ερωτήσεις»)
3. δυσάρεστος, ενοχλητικός («την κερατένια τη βροχή δεν λέει να σταματήσει»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κερατένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που παρουσιάζει δυσκολίες: Είναι ένα κερατένιο πρόβλημα που δε λύνεται. 2. δυσάρεστος: Είναι ένας κερατένιος καιρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”